κολάφισμα
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
[Seite 1472] τό, die Ohrfeige, der Backenstreich, Sp.
κολάφισμα: τό, Γραμμ.· -ισμός, οῦ, ὁ, Ἰωάνν. Χρυσ. τ. 3, σ. 302, 31, ῥάπισμα.
το (AM κολάφισμα) κολαφίζω
το κατά πρόσωπο ράπισμα, χαστούκισμα
νεοελλ.
ταπείνωση, προσβολή.