προσεπικτώμαι

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

-άομαι, ΜΑ
αποκτώ κάτι επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», Ιώσ.)
αρχ.
προστίθεμαι επί πλέον («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῑσι [[[τινάς]]]»>, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπικτῶμαι «αποκτώ»].