ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
-άομαι, ΜΑ
αποκτώ κάτι επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», Ιώσ.)
αρχ.
προστίθεμαι επί πλέον («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῖσι (τινάς)»>, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπικτῶμαι «αποκτώ»].