ἀπέκτητος

Revision as of 16:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον, = sq., AP5.269 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 285] θρίξ, ungeschoren, Paul. Sil. 17 (V, 270).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέκτητος: ἢ ἄπεκτος, ον, ἀκτένιστος, ἀπεκτήτου σῆς τριχὸς ἀγλαΐην Ἀνθ. Π. 5. 270, 4· ἐπὶ ἀρνῶν, ὁ ἔτι ἄκαρτος, ὁ μήπω γενόμενος ἑνὸς ἔτους, Φιλόχορος, δὲ ἱστορεῖ καὶ κεκωλῦσθαι Ἀθήνησιν ἀπέκτου ἀρνὸς μηδένα γεύεσθαι Ἀθήν. 9C, νόμος, ὥς φησιν Ἀνδροτίων, μὴ σφάττειν πρόβατον ἄπεκτον ἢ ἄτοκον (ἄποκον;) ὁ αὐτὸς 375Β, «ἄπεκτον δὲ ἄρνα ἡ ἱστορία ἔφη τὸν μήπω πεχθέντα, ἤγουν καρέντα» Εὐστ. Ἰλ. 1348. 62, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἀπέκτητον· ἄκαρτον, ἀπόκιστον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non peigné.
Étymologie: ἀ, πεκτέω.

Spanish (DGE)

-ον despeinado θρίξ AP 5.270 (Paul.Sil.), cf. Hsch.

Greek Monotonic

ἀπέκτητος: -ον (πεκτέω), αχτένιστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέκτητος: нечесаный (θρίξ Anth.).

Middle Liddell

πεκτέω
uncombed, Anth.