κατάρροια

Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Aq.Ps.77(78).44. II = κατάρροος 11, Arr.Epict. 1.26.16, Plu.2.128a, prob. in Cass.Fel.34.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ΙΙ. = κατάρροος ΙΙ, στρόφοι καὶ κατάρροιαι καὶ πυρετοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 16, Πλούτ. 2. 128Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
catarrhe, rhume.
Étymologie: καταρρέω.

Greek Monolingual

κατάρροια, ἡ (Α)
1. η ροή προς τα κάτω
2. το συνάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διά-ρροια, παλί-ρροια].

Russian (Dvoretsky)

κατάρροια: ἡ мед. истечение, катар Plut.