κάτθεμεν

From LSJ
Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. ao.2 ind. épq. sync. de κατατίθημι.

English (Autenrieth)

see κατατίθημι.

Greek Monotonic

κάτθεμεν:I. Επικ. αντί κατα-θέμεν, αʹ πληθ. αορ. βʹ του κατατίθημι· αλλά. II.κατ-θέμεν αντί κατα-θεῖναι, απαρ.

Russian (Dvoretsky)

κάτθεμεν: эп. 1 л. pl. aor. 2 к κατατίθημι.