πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
μᾱνίω ]ι μανίει (ubi v. Σ in marg. pap., φθονεῖ, sed fort. μὰν ἵει scribendum) (Pae. 2.46)
μᾱνίω: дор. = μηνίω.