Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
-ώσεως, ἡ, Αβλ. τελείωση.
τελέωσις: εως ἡ = τελείωσις.