τελείωση

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

η /τελείωσις, -ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [[τελειῶ, -ώνω]]
1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση του έργου»)
2. η επίτευξη της τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση του ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ τελειώσεις», Αριστοτ.)
3. εκκλ. η τελειοποίηση του ανθρώπου στην παρούσα ζωή, η οποία επιτυγχάνεται με την πίστη του στον Θεό και με τα αγαθά έργα που επιτελεί, σε συνδυασμό με τη βοήθεια της θείας χάριτος καθώς και η μετά τη μέλλουσα κρίση οριστική και πλήρης τελειοποίηση του ανθρώπου και του κόσμου, οπότε οι ψυχές θα ενωθούν με τα αποπνευματοποιημένα σώματα
νεοελλ.
τέλος, όριο, άκρο («στην τελείωση του περβολιού», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-μσν.
το μαρτύριο ή η κοίμηση, ο θάνατος του δικαίου, του πιστού
μσν.
το βάπτισμα («τὸ μέγα τῆς ἡμῶν τελειώσεως μῡρον», Κυπαρισσ.)
μσν.-αρχ.
1. (για γεγονότα) εκπλήρωσημακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου», ΚΔ)
2. (σχετικά με φυσική ανάπτυξη) ωρίμαση, γίνωμα, μέστωμα (α. «τῶν καρπῶν τελείωσις», Θεόφρ.
β. «λαμβάνει τελείωσιν τὰ ᾠά», Αριστοτ.)
3. ο γάμος («ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου», ΠΔ)
αρχ.
(για συλλογισμό) συντέλεση, αρτιότητα («ἡ τελείωσις τῶν συλλογισμῶν», Αριστοτ.).