παλλακία

From LSJ
Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

German (Pape)

[Seite 452] ἡ, = παλλακεία, ἐπὶ παλλακίᾳ δοῦναι, Is. 3, 39, nach Bekker für παλλακίδι.

Greek (Liddell-Scott)

παλλακία: ἡ, ἴδε ἐν λ. παλλακεία.

Greek Monolingual

η (Α παλλακία)
βλ. παλλακεία.

Russian (Dvoretsky)

παλλᾰκία: ἡ внебрачное сожительство, конкубинат Isae.