Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
πάρωος: «εἶδός τι πυρ(ρ)οῦ χρώματος ἵππου» Ἡσύχ.
ὁ, Α βλ. παρείας.