[Seite 535] ἡ, ion. u. ep. statt πάτρα, w. m. s.
πάτρη: ἡ, Ἰων. καὶ Ὁμηρ. ἀντὶ πάτρα.
(πατήρ): native country, native land, home, Il. 13.354.
ἡ, Α(ιων. και επικ. τ.) βλ. πάτρα.
πάτρη: ἡ, Ιων. αντί πάτρα.
πάτρη: ἡ эп.-ион. = πάτρα.
πάτρη, ἡ Ion. en ep. voor πάτρα.