Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
[Seite 837] ὁ, der eine Decke, ein Gewand färbt, Hesych.
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥεγισταί
βαφεῑς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. της λ. ῥεγεύς (< ῥέζω «βάφω»), η ύπαρξη του, όμως, παραμένει αμφίβολη].