παρθενοκομία

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, Pflege der Jungfrauen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενοκομία: ἡ, ἡ περὶ παρθένων φροντίς, ἀνατροφὴ αὐτῶν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 541C, Ἀν. Ὀξ. Κραμ. τ. 2, σ. 398, 17.

Greek Monolingual

ἡ, Α
παρθενοκόμος
η μέριμνα ή η ανατροφή παρθένων.