μωλυρός

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 225] = Folgdm, Hesych. auch μολυρός.

Greek Monolingual

μωλυρός, -ά, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ζακυνθίους) μώλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶλ-υς + επίθημα -υρός (πρβλ. καπ-υρός). Η λ. ανάγεται πιθ. σε τ. μωλ-υλός, απ' όπου προήλθε το μωλυρός με ανομοίωση].