Α(δωρ. τ.) προσφέρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φέρω.
ποτιφέρω: дор. Pind. = προσφέρω.
ποτι-φέρω Dor. voor προσφέρω.