ποτιφέρω

Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιφέρω: дор. Pind. = προσφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτι-φέρω Dor. voor προσφέρω.