κορσωτεύς
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
κορσωτεύς, -έως, ὁ (Α)
κουρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κορσωτήρ με την κατάλ. -εύς, που απαντά κυρίως σε μετονοματικά παρ.].