ταρτήμορον

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source

Greek (Liddell-Scott)

ταρτήμορον: τό, ὄνομα μέτρου, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA. ΙΙ. 476. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. φέρεται μόνον ταρτημόριον ἐκ τοῦ Ἡσυχίου καὶ τοῦ Φωτίου ὡς ὄνομα νομίσματος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ονομασία μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί τεταρτήμορον / τεταρτημόριον.