μολιβδικός
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek Monolingual
μολιβδικός, -ή, -όν (Α)
βλ. μολυβδικός.
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
μολιβδικός, -ή, -όν (Α)
βλ. μολυβδικός.