μυρτία

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

German (Pape)

[Seite 222] ἡ, = μυρσίνη, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτία: «μυρσίνη, καὶ μυρτὶς» Ἡσύχ., κοινῶς «μυρτιά».

Greek Monolingual

μυρτία (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυρσίνη, και μυρτίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ία].