σκαριφεύω

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

German (Pape)

[Seite 889] = σκαριφάομαι, erklärt Schol. Ar. Ran. 1493: τὸ τοὺς ζωγράφους ὑποτυπῶσαι πρῶτον τοὺς γραφομένους.

Greek Monolingual

Α
σχεδιάζω υποτυπωδώς, σκαριφίζω, σκιτσάρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σκαριφῶμαι, κατά τα ρ. σε -εύω].