Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
Κρήσιος: -α, -ον, καὶ Κρῆσσα, ἴδε ἐν λέξ. Κρής.
α, ον :
de Crète, crétois.
Étymologie: Κρήτη.
Κρήσιος: -α, -ον, Κρῆσσα, βλ. Κρής.
Κρήσιος: критский Soph., Eur.