γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
κοσμοποιΐα: ἡ сотворение или образование мира Arst.
κοσμοποιΐα -ας, ἡ [κοσμοποιός] schepping (boektitel).