καταπαλτικός
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπαλτικός -ή όν [καταπάλτης] van een katapult.