βαμβακύζω
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
seul. prés;
c. βαμβαίνω.
(βαμβᾰκύζω) castañetear los dientes Hippon.42a.3 (var., v. βαμβαλύζω).
βαμβακύζω (Α)
χτυπούν τα δόντια μου από το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του βαμβαίνω.
βαμβᾰκύζω: Plut. = βαμβαίνω 1.