βαμβακύζω

From LSJ
Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
βαμβαίνω.

Spanish (DGE)

(βαμβᾰκύζω) castañetear los dientes Hippon.42a.3 (var., v. βαμβαλύζω).

Greek Monolingual

βαμβακύζω (Α)
χτυπούν τα δόντια μου από το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του βαμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

βαμβᾰκύζω: Plut. = βαμβαίνω 1.