ἐλυτροειδής
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Greek (Liddell-Scott)
ἐλῠτροειδής: ὅμοιος ἐλύτρῳ, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 634, 1, Παῦλ. Αἰγ. 258.· ― ἄλλ. ἐρυθρο- ἢ καὶ ἐρυτρο-, ἴδε Greenhill Θεόφιλ. σ. 337.
Spanish (DGE)
-ές
• Grafía: graf. ἐρυθρο- Gal.7.36, 18(2).998
anat. parecido a una funda o envoltorio esp. ἐ. χιτών túnica albugínea de los testículos, Cels.7.18, Gal.9.416, Antyll. y Heliod. en Orib.44.20.75, Ruf.Onom.197, ὑμήν Paul.Aeg.6.62.1
•subst. ὁ ἐ. Orib.25.49.3, Paul.Aeg.6.62.