μέλλοντας
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ο (Α μέλλων)
ο χρόνος του ρήματος που δηλώνει ότι μια πράξη θα γίνεται επαναληπτικά στο μέλλον ή θα γίνει μία φορά ή θα έχει τελειώσει κάποια στιγμή του μέλλοντος (α. «διαρκής [ή εξακολουθητικός] μέλλοντας» β. «στιγμιαίος μέλλοντας» γ. «συντελεσμένος [ή τετελεσμένος] μέλλοντας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μέλλων (> μέλλοντας) είναι ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. του ρ. μέλλω.