χρυσόγεως
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόγεως: -ων, (γῆ) ὁ ἔχων χρυσῆν γῆν, τὸ χρυσόγεων, γῆ ἔχουσα μεταλλεῖα χρυσοῦ, Φιλόστρ. 229· - χρῡσόγειος, ον, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ων, Α
βλ. χρυσόγειος.