χρυσόγεως

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόγεως: -ων, (γῆ) ὁ ἔχων χρυσῆν γῆν, τὸ χρυσόγεων, γῆ ἔχουσα μεταλλεῖα χρυσοῦ, Φιλόστρ. 229· - χρῡσόγειος, ον, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ων, Α
βλ. χρυσόγειος.