ἀπαλφιτίζω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 277] Ath. X. 432 b, auch ἀπαλφιτόω, v. l. für ἐπαλφιτόω od. ἐπ' ἀλφιτου πίνειν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλφῐτίζω: μέλλ. -σω, ἀναμιγνύω οἶνον μετ’ ἀλφίτων (δηλ. χονδροαλεσμένης κριθῆς) κατὰ τὸν Περσικὸν τρόπον, Ἀθήν. 432D· ἐπ’ ἀλφίτου πίνειν Ἐπίνικος αὐτόθι, ἴδε Mein. Κωμ. Ἕλλ. 4. 505.