ἀπαλφιτίζω

From LSJ
Revision as of 10:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

German (Pape)

[Seite 277] Ath. X. 432 b, auch ἀπαλφιτόω, v. l. für ἐπαλφιτόω od. ἐπ' ἀλφιτου πίνειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλφῐτίζω: μέλλ. -σω, ἀναμιγνύω οἶνον μετ’ ἀλφίτων (δηλ. χονδροαλεσμένης κριθῆς) κατὰ τὸν Περσικὸν τρόπον, Ἀθήν. 432D· ἐπ’ ἀλφίτου πίνειν Ἐπίνικος αὐτόθι, ἴδε Mein. Κωμ. Ἕλλ. 4. 505.