Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
ἡ, Αυποκορ. τ. του φιάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη, θηλ. του -ίσκος (πρβλ. παιδ-ίσκη)].