Φωκαιεύς

Revision as of 21:47, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant de Phocée.
Étymologie: Φώκαια.

Greek Monolingual

-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φώκαια + κατάλ. -εύς].

Greek Monotonic

Φωκαιεύς: Αττ. Φωκᾱεύς, -έως, , κάτοικος της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Φωκαιεύς: έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her.

Middle Liddell

a Phocaean, Hdt., Thuc.