μυττίς
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
μυττίς, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ μέλαν τῆς σηπίας, θολός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. μύτις (βλ. και λ. μύτη)].