ἕστασαν

Revision as of 08:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Greek (Liddell-Scott)

ἕστᾰσαν: γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ ἵστημι, Ὅμ.: ἀλλά, ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. pqp. de ἵστημι.

Greek Monotonic

ἕστᾰσαν:I. γʹ πληθ. συγκοπτ. υπερσ. του ἵστημι, στάθηκαν.
II. ἔστᾰσαν, αντί ἔστησαν, γʹ πληθ. αορ. αʹ, έστησαν ή τοποθέτησαν.

Russian (Dvoretsky)

ἕστᾰσαν: эп. 3 л. pl. ppf. к ἵστημι.