ἕστασαν

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστασαν Medium diacritics: ἕστασαν Low diacritics: έστασαν Capitals: ΕΣΤΑΣΑΝ
Transliteration A: héstasan Transliteration B: hestasan Transliteration C: estasan Beta Code: e(/stasan

English (LSJ)

3 pl. plpf. of ἵστημι, they stood, Hom.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. pqp. de ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἕστᾰσαν: эп. 3 л. pl. ppf. к ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕστᾰσαν: γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ ἵστημι, Ὅμ.: ἀλλά, ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56.

Greek Monotonic

ἕστᾰσαν:I. γʹ πληθ. συγκοπτ. υπερσ. του ἵστημι, στάθηκαν.
II. ἔστᾰσαν, αντί ἔστησαν, γʹ πληθ. αορ. αʹ, έστησαν ή τοποθέτησαν.