εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
Πυθαγορικτάς -ᾶ, ὁ [Πυθαγόρας] Dor., volgeling van Pythagoras.
Πῡθᾰγορικτάς: ὁ ученик Пифагора Theocr.