δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
κανδόχα: «κήλη· Λάκωνες» Ἡσύχ. (ἔνθα διορθωτ. κανδόκα· «χηλὴ...».
κανδόχα, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «κήλη».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καναδόκα.