ἰωνίζω
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
German (Pape)
[Seite 1278] u. ä., f. nom. pr.
Greek Monolingual
ἰωνίζω (Α) Ίωνες
1. μιλώ την ιωνική διάλεκτο
2. μιμούμαι τα ήθη τών Ιώνων.