ἰωνίζω
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
speak Ionic, ADysc. Adv. 162.7.
German (Pape)
[Seite 1278] u. ä., f. nom. pr.
Greek Monolingual
ἰωνίζω (Α) Ίωνες
1. μιλώ την ιωνική διάλεκτο
2. μιμούμαι τα ήθη τών Ιώνων.