σπέργδην

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

German (Pape)

[Seite 919] mit Eile, heftig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπέργδην: Ἐπίρρ. (σπέρχω) μετὰ σπουδῆς, βιαστικά, «ἐρρωμένως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βιαστικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «βιάζομαι, κινούμαι οργισμένος» + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].