μυλλάω

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek (Liddell-Scott)

μυλλάω: «μεμύλληκε· διέστραπται, συνέστραπται» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

c. μυλλαίνω.