μεμύλληκε
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
διέστραπται, συνέστραπται, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μεμύλληκε: «διέστραπται, συνέστραπται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεμύλληκε (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «διέστραπται, συνέστραπται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ρ. μυλλῶ].