μισγόνομος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

German (Pape)

[Seite 189] γῆ, Land mit gemischter Weide, Gemeinweide, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μισγόνομος: γῆ, γῆ βοσκήσιμος δημοσία, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μισγόνομος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φρ. «μισγόνομος γῆ
γῆ βοσκήσιμος δημοσίᾳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + -νομος (< νέμω «βόσκω»). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].