τρίχρους
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ, και τρίχροος, -οον, Α
(λόγιος τ.) τρίχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρους (< χρως, χρωτός «χρώμα» επιδερμίδα»), πρβλ. πολύ-χρους].