Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
[Seite 464] ες, bacchisch, Maced. 33 (XI, 27).
-ες
báquico βρομιώδεα πηλόν arcilla báquica ref. a una copa AP 11.27 (Maced.).
βρομιώδης, -ες (Α) βρόμιος (II)]
βακχικός, διονυσιακός.
βρομιώδης: Anth. = βρόμιος 2.