βρομιώδης
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: βρομιώδης | Medium diacritics: βρομιώδης | Low diacritics: βρομιώδης | Capitals: ΒΡΟΜΙΩΔΗΣ |
Transliteration A: bromiṓdēs | Transliteration B: bromiōdēs | Transliteration C: vromiodis | Beta Code: bromiw/dhs |
-ες
báquico βρομιώδεα πηλόν arcilla báquica ref. a una copa AP 11.27 (Maced.).
[Seite 464] ες, bacchisch, Maced. 33 (XI, 27).
βρομιώδης, -ες (Α) βρόμιος (II)]
βακχικός, διονυσιακός.
βρομιώδης: Anth. = βρόμιος 2.