κέκληγα
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek (Liddell-Scott)
κέκληγα: μετοχ. κεκληγώς, ἴδε ἐν λέξει κλάζω, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
see κλάζω.
Greek Monotonic
κέκληγα: παρακ. του κλάζω· μτχ. κεκληγώς, με Επικ. πληθ. κεκλήγοντες.