κοιλίδιον

Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, Dim.of κοιλία, Str.14.5.14, dub.in Hsch.A s.v. κόλαβρον; written κυλίδιον, Sammelb.1941 (iv A.D.), PLond.3.1259.38 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1466] τό, dim. von κοιλία, Strab. XIV, 675; E. M. 534, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοιλία, Στράβ. 675.

Greek Monolingual

κοιλίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κοιλία) μικρή κοιλιά, κοιλίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].