λευκίτης

Revision as of 13:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. -ᾱς, ὁ, A = λευκός 11, of a ram, Theoc.5.147.

German (Pape)

[Seite 33] ὁ, = λευκός, Theocr. 5, 147.

Greek (Liddell-Scott)

λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, Θεόκρ. 5. 147.

Greek Monolingual

ο (Α λευκίτης, δωρ. τ. λευκίτας) λευκός
νεοελλ.
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του καλίου το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών
αρχ.
(για κριάρι) λευκός.

Greek Monotonic

λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λευκί¯της, ου, ὁ, = λευκός, Theocr.]