ἐκτομάς

Revision as of 01:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

άδος, ἡ, A wicket-gate, Aen.Tact. 24.5, Stud.Pal.20.211.9. II = περικεφαλαία, Hsch. III a kind of spear (nisi leg. ἐκτομάδια), Id.

German (Pape)

[Seite 782] άδος, ἡ, eine kleine Thür im Thore, Aen. Tact.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτομάς: -άδος, ἡ, πυλίς, μικρὰ θύρα κατεσκευασμένη εἰς τὸ θυρόφυλλον μεγάλης πύλης, οἵας καὶ νῦν βλέπει τις ἐν τοῖς ἐργοστασίοις καὶ ἀλλαχοῦ, Αἰν. Τακτ. 24. 28· προσέτι καθ’ Ἡσύχ. «περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν».

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ
1 postigo, portillo ἐ. πυλίς Aen.Tact.24.5, ἐ. διαβητική portillo de paso, Stud.Pal.20.211.9 (V/VI d.C.).
2 ἐ.· περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν Hsch.

Greek Monolingual

ἐκτομάς, η (Α)
1. μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο θυρόφυλλο μεγάλης πύλης απ' όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η πύλη
2. «περικεφαλαία ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (Ησύχ.).