παραβοηθώ
From LSJ
οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders
Greek Monolingual
-έω, Α
1. έρχομαι σε βοήθεια κάποιου («ἦσαν δὲ καὶ τοῑς Κορινθίοις... πολλοὶ τῶν βαρβάρων παραβεβοηθηκότες», Θουκ.)
2. σπεύδω με σκοπό να σώσω κάποιον
3. βοηθώ και εγώ με τη σειρά μου («βοηθοῡντά τε... τοὺς ἄλλους οἰκείους, τοὺς δ' αὖ παραβοηθοῡντας», Πλάτ.)
4. φρ. «παραβοηθῶ τινι πρός τινα» — τρέχω να βοηθήσω κάποιον εναντίον άλλου.